γλωσσίς
Смотреть что такое "γλωσσίς" в других словарях:
γλωσσίς — γλωττίς glottis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγλωσσίς — ίδος, ἡ, Α το οξύ άκρο τής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γλωσσίς (< γλῶσσα), πρβλ. υπο γλωσσίς] … Dictionary of Greek